overlap
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
overlap (en)
- ημικαλύπτω, ημικαλύπτομαι, καλύπτομαι μερικώς από κάτι
- αλληλεπικαλύπτομαι, αλληλοεπικαλύπτομαι
Ουσιαστικό Επεξεργασία
overlap (en) και overlapping (en)
- επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη, μερική επικάλυψη
Σημειώσεις Επεξεργασία
- synchronous: σύγχρονο, που ταυτίζεται απολύτως χρονικά
- synchronicity: συγχρονισμός
- overlap, overlapping: για κάτι του οποίου τμήμα της διάρκειας ή της επιφάνειάς του είναι κοινό με κάτι άλλο