Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Ρήμα Επεξεργασία

overlap (en)

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

overlap (en) και overlapping (en)

Σημειώσεις Επεξεργασία

  • synchronous: σύγχρονο, που ταυτίζεται απολύτως χρονικά
  • synchronicity: συγχρονισμός
  • overlap, overlapping: για κάτι του οποίου τμήμα της διάρκειας ή της επιφάνειάς του είναι κοινό με κάτι άλλο