Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκλάση οι υποκλάσεις
      γενική της υποκλάσης* των υποκλάσεων
    αιτιατική την υποκλάση τις υποκλάσεις
     κλητική υποκλάση υποκλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποκλάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκλάση < υπο- + κλάση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική subclass

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποκλάση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία