Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισμαλτώνω < επι- + σμάλτο + -ώνω < ιταλική smalto < υστερολατινική smaltum < φραγκική *smalt < πρωτογερμανική *smaltiją

  Ρήμα επεξεργασία

επισμαλτώνω (παθητική φωνή: επισμαλτώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία