επισμαλτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επισμαλτώνω < επι- + σμάλτο + -ώνω < ιταλική smalto < υστερολατινική smaltum < φραγκική *smalt < πρωτογερμανική *smaltiją
Ρήμα
επεξεργασίαεπισμαλτώνω (παθητική φωνή: επισμαλτώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- επισμάλτωση
- επισμαλτωμένος
- → δείτε τη λέξη σμάλτο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επισμαλτώνω | επισμάλτωνα | θα επισμαλτώνω | να επισμαλτώνω | επισμαλτώνοντας | |
β' ενικ. | επισμαλτώνεις | επισμάλτωνες | θα επισμαλτώνεις | να επισμαλτώνεις | επισμάλτωνε | |
γ' ενικ. | επισμαλτώνει | επισμάλτωνε | θα επισμαλτώνει | να επισμαλτώνει | ||
α' πληθ. | επισμαλτώνουμε | επισμαλτώναμε | θα επισμαλτώνουμε | να επισμαλτώνουμε | ||
β' πληθ. | επισμαλτώνετε | επισμαλτώνατε | θα επισμαλτώνετε | να επισμαλτώνετε | επισμαλτώνετε | |
γ' πληθ. | επισμαλτώνουν(ε) | επισμάλτωναν επισμαλτώναν(ε) |
θα επισμαλτώνουν(ε) | να επισμαλτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επισμάλτωσα | θα επισμαλτώσω | να επισμαλτώσω | επισμαλτώσει | ||
β' ενικ. | επισμάλτωσες | θα επισμαλτώσεις | να επισμαλτώσεις | επισμάλτωσε | ||
γ' ενικ. | επισμάλτωσε | θα επισμαλτώσει | να επισμαλτώσει | |||
α' πληθ. | επισμαλτώσαμε | θα επισμαλτώσουμε | να επισμαλτώσουμε | |||
β' πληθ. | επισμαλτώσατε | θα επισμαλτώσετε | να επισμαλτώσετε | επισμαλτώστε | ||
γ' πληθ. | επισμάλτωσαν επισμαλτώσαν(ε) |
θα επισμαλτώσουν(ε) | να επισμαλτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επισμαλτώσει | είχα επισμαλτώσει | θα έχω επισμαλτώσει | να έχω επισμαλτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επισμαλτώσει | είχες επισμαλτώσει | θα έχεις επισμαλτώσει | να έχεις επισμαλτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επισμαλτώσει | είχε επισμαλτώσει | θα έχει επισμαλτώσει | να έχει επισμαλτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επισμαλτώσει | είχαμε επισμαλτώσει | θα έχουμε επισμαλτώσει | να έχουμε επισμαλτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επισμαλτώσει | είχατε επισμαλτώσει | θα έχετε επισμαλτώσει | να έχετε επισμαλτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επισμαλτώσει | είχαν επισμαλτώσει | θα έχουν επισμαλτώσει | να έχουν επισμαλτώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επισμαλτώνω
|