Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασμάλτωτος η ασμάλτωτη το ασμάλτωτο
      γενική του ασμάλτωτου της ασμάλτωτης του ασμάλτωτου
    αιτιατική τον ασμάλτωτο την ασμάλτωτη το ασμάλτωτο
     κλητική ασμάλτωτε ασμάλτωτη ασμάλτωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασμάλτωτοι οι ασμάλτωτες τα ασμάλτωτα
      γενική των ασμάλτωτων των ασμάλτωτων των ασμάλτωτων
    αιτιατική τους ασμάλτωτους τις ασμάλτωτες τα ασμάλτωτα
     κλητική ασμάλτωτοι ασμάλτωτες ασμάλτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασμάλτωτος < α- στερητ.+ σμαλτώνω

  Επίθετο επεξεργασία

ασμάλτωτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία