φυτοφάρμακο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτοφάρμακο | τα | φυτοφάρμακα |
γενική | του | φυτοφάρμακου & φυτοφαρμάκου |
των | φυτοφάρμακων & φυτοφαρμάκων |
αιτιατική | το | φυτοφάρμακο | τα | φυτοφάρμακα |
κλητική | φυτοφάρμακο | φυτοφάρμακα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυτοφάρμακο < (καθαρεύουσα) φυτοφάρμακον < φυτο- + φάρμακο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυτοφάρμακο ουδέτερο
- (γεωπονία) ουσία που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση ασθενειών των φυτικών οργανισμών προληπτικά ή μετά την προσβολή τους από αυτές
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυτοφάρμακο