ενικός         πληθυντικός  
insecticide insecticides

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

insecticide (en)

  • το εντομοκτόνο, το απεντομωτικό
    ⮡  a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα



  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insecticide insecticides

insecticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insecticide insecticides

insecticide (fr) αρσενικό