καταπολέμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταπολέμηση | οι | καταπολεμήσεις |
γενική | της | καταπολέμησης* | των | καταπολεμήσεων |
αιτιατική | την | καταπολέμηση | τις | καταπολεμήσεις |
κλητική | καταπολέμηση | καταπολεμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπολεμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταπολέμηση < ελληνιστική κοινή καταπολέμησις < αρχαία ελληνική καταπολεμέω < κατά + πολεμέω < πόλεμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπολέμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταπολεμώ