Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτοφάρμακον < → δείτε τη λέξη φυτοφάρμακο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυτοφάρμακον ουδέτερο