Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pesticide pesticides

pesticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pesticide pesticides

pesticide (fr) αρσενικό

  1. το παρασιτοκτόνο
  2. το φυτοφάρμακο