↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασιτοκτόνος η παρασιτοκτόνα το παρασιτοκτόνο
      γενική του παρασιτοκτόνου της παρασιτοκτόνας του παρασιτοκτόνου
    αιτιατική τον παρασιτοκτόνο την παρασιτοκτόνα το παρασιτοκτόνο
     κλητική παρασιτοκτόνε παρασιτοκτόνα παρασιτοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασιτοκτόνοι οι παρασιτοκτόνες τα παρασιτοκτόνα
      γενική των παρασιτοκτόνων των παρασιτοκτόνων των παρασιτοκτόνων
    αιτιατική τους παρασιτοκτόνους τις παρασιτοκτόνες τα παρασιτοκτόνα
     κλητική παρασιτοκτόνοι παρασιτοκτόνες παρασιτοκτόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρασιτοκτόνος < παράσιτο + -ο- + -κτόνος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parasiticide)

  Επίθετο

επεξεργασία

παρασιτοκτόνος

  1. που σκοτώνει τα παράσιτα ή συμβάλλει στην εξολόθρευσή του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) παρασιτοκτόνο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία