-κτόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -κτόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κτόνος < κτείνω (σκοτώνω)
Επίθημα
επεξεργασία-κτόνος
- δεύτερο συνθετικό
- ουσιατικών που δηλώνει το πρόσωπο που σκοτώνει αυτόν που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
- επιθέτων που δηλωνει θανατηφόρα δράση εναντίον αυτού που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κτόνος στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε κτόνος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Πηγές
επεξεργασία- -κτόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- -κτόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κτόνος < κτείνω (σκοτώνω)
Επίθημα
επεξεργασία-κτόνος
- δεύτερο συνθετικό που δηλώνει θανατηφόρα δράση εναντίον αυτού που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -κτόνος < μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που απαντά και στο κτείνω (σκοτώνω) [1]
Επίθημα
επεξεργασία-κτόνος
- δεύτερο συνθετικό που δηλώνει θανατηφόρα δράση εναντίον αυτού που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κτόνος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -κτόνος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «-κτονία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.