• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κατσαριδοκτόνο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσαριδοκτόνο τα κατσαριδοκτόνα
      γενική του κατσαριδοκτόνου των κατσαριδοκτόνων
    αιτιατική το κατσαριδοκτόνο τα κατσαριδοκτόνα
     κλητική κατσαριδοκτόνο κατσαριδοκτόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσαριδοκτόνο < κατσαρίδα + -κτόνο (< αρχαία ελληνική κτείνω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατσαριδοκτόνο ουδέτερο

  • ουσία (εντομοκτόνο) για την εξόντωση των κατσαρίδων
    ⮡  Οι κατσαρίδες έχουν εμφανίσει αντοχή σε πολλά είδη κατσαριδοκτόνων.

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κατσαριδοκτόνο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κατσαριδοκτόνο&oldid=6917903"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Αυγούστου 2024, στις 14:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Αυγούστου 2024, στις 14:15.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας