πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδελφοκτόνος η αδελφοκτόνος
& αδελφοκτόνα
το αδελφοκτόνο
      γενική του αδελφοκτόνου της αδελφοκτόνου
& αδελφοκτόνας
του αδελφοκτόνου
    αιτιατική τον αδελφοκτόνο την αδελφοκτόνο
& αδελφοκτόνα
το αδελφοκτόνο
     κλητική αδελφοκτόνε αδελφοκτόνε
& αδελφοκτόνα
αδελφοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδελφοκτόνοι οι αδελφοκτόνοι
& αδελφοκτόνες
τα αδελφοκτόνα
      γενική των αδελφοκτόνων των αδελφοκτόνων των αδελφοκτόνων
    αιτιατική τους αδελφοκτόνους τις αδελφοκτόνους
& αδελφοκτόνες
τα αδελφοκτόνα
     κλητική αδελφοκτόνοι αδελφοκτόνοι
& αδελφοκτόνες
αδελφοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αδελφοκτόνος < αρχαία ελληνική ἀδελφοκτόνος (αδελφός + κτείνω). Μορφολογικά αναλύεται σε αδελφ(ός) + -ο- + -κτόνος

αδελφοκτόνος -ος -ο

  • φονιάς αδελφού, αδελφής ή συμπατριώτη
αδελφοκτόνος πόλεμος

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • (θρησκεία) πρώτος αδελφοκτόνος και συγχρόνως ανθρωποκτόνος σύμφωνα και με τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες φέρεται ο Κάιν.

Μεταφράσεις

επεξεργασία