Δείτε επίσης: αδελφοκτόνος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδελφοκτόνος < ἀδελφός + κτείνω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀδελφοκτόνος, -ος, -ον
  • αυτός που δεν έχει σκοτώσει αδελφό ή αδελφή του