↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδελφός οἱ ἀδελφοί
      γενική τοῦ ἀδελφοῦ τῶν ἀδελφῶν
      δοτική τῷ ἀδελφ τοῖς ἀδελφοῖς
    αιτιατική τὸν ἀδελφόν τοὺς ἀδελφούς
     κλητική ! ἄδελφε ἀδελφοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδελφώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀδελφοῖν
Εξαίρεση: Η κλητική ενικού, με αναβιβασμό τόνου.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδελφός < ἀ- αθροιστικό + *δέλφος / δελφύς (μήτρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷerbʰ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀδελφός (ᾰ) αρσενικό (θηλυκό ἀδελφή)

  1. (οικογένεια, κυριολεκτικά) ομομήτριος αδερφός
  2. (οικογένεια) αδερφός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ᾰδελσφο-
ονομαστική ἀδελφός ἀδελφή τὸ ἀδελφόν
      γενική τοῦ ἀδελφοῦ τῆς ἀδελφῆς τοῦ ἀδελφοῦ
      δοτική τῷ ἀδελφ τῇ ἀδελφ τῷ ἀδελφ
    αιτιατική τὸν ἀδελφόν τὴν ἀδελφήν τὸ ἀδελφόν
     κλητική ! ἀδελφέ ἀδελφή ἀδελφόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀδελφοί αἱ ἀδελφαί τὰ ἀδελφᾰ́
      γενική τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀδελφῶν
      δοτική τοῖς ἀδελφοῖς ταῖς ἀδελφαῖς τοῖς ἀδελφοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀδελφούς τὰς ἀδελφᾱ́ς τὰ ἀδελφᾰ́
     κλητική ! ἀδελφοί ἀδελφαί ἀδελφᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδελφώ τὼ ἀδελφᾱ́ τὼ ἀδελφώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀδελφοῖν τοῖν ἀδελφαῖν τοῖν ἀδελφοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀδελφός, -ή, -όν

  1. αδερφικός
  2. δίδυμος
  3. όμοιος