Δείτε επίσης: Δίδυμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίδυμος η δίδυμη το δίδυμο
      γενική του δίδυμου της δίδυμης του δίδυμου
    αιτιατική τον δίδυμο τη δίδυμη το δίδυμο
     κλητική δίδυμε δίδυμη δίδυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίδυμοι οι δίδυμες τα δίδυμα
      γενική των δίδυμων των δίδυμων των δίδυμων
    αιτιατική τους δίδυμους τις δίδυμες τα δίδυμα
     κλητική δίδυμοι δίδυμες δίδυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίδυμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δίδυμος < (δίς) δί- + -δυ + -μος (εκφραστικός αναδιπλασιασμός του δύο)
 
δίδυμες αδελφές
 
δίδυμα κτίρια

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.ði.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐δυ‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίδυμος, -η, -ο

  1. που κυοφορήθηκε και γεννήθηκε με άλλον έναν αδελφό ή αδελφή
    δίδυμα αδέλφια
  2. (μεταφορικά στον πληθυντικό) αυτοί που αποτελούνται από δύο όμοια στοιχεία
    δίδυμα πυροβόλα, δίδυμοι πύργοι
  3. (για το ζώδιο) → δείτε τις λέξεις Δίδυμος και Δίδυμοι

Συνώνυμα

επεξεργασία

ιδιωματικά, παρωχημένα:[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίδυμος αρσενικό

  • ο ένας από τους δίδυμους αδελφούς
    ιδανικοί / γνήσιοι / με την απόλυτη έννοια δίδυμοι ονομάζονται οι ομοζυγώτες δίδυμοι, δηλαδή εκείνοι που προέρχονται από τη διαίρεση ενός μόνο γονιμοποιημένου ωαρίου
    ετεροζυγώτες δίδυμοι (ή σπανιότερα διζυγώτες δίδυμοι) ονομάζονται εκείνοι που προέρχονται από τη γονιμοποίηση δύο ή και περισσότερων ωαρίων

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βλ. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989, ISBN 960-201-087-8), σ. 220· Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 21.· Γιάκωβος Σ. Διζικιρίκης, Να ξετουρκέψουμε τη γλώσσα μας: δοκίμιο για την απαλλαγή της νεοελληνικής από τις λέξεις που έχουνε τούρκικη προέλευση (Αθήνα: Άγκυρα, 1975), σ. 31.



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δίδυμος διδύμη
δίδυμος
τὸ δίδυμον
      γενική τοῦ διδύμου τῆς διδύμης
διδύμου
τοῦ διδύμου
      δοτική τῷ διδύμ τῇ διδύμ
διδύμ
τῷ διδύμ
    αιτιατική τὸν δίδυμον τὴν διδύμην
δίδυμον
τὸ δίδυμον
     κλητική ! δίδυμε διδύμη
δίδυμε
δίδυμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δίδυμοι αἱ δίδυμαι
δίδυμοι
τὰ δίδυμ
      γενική τῶν διδύμων τῶν διδύμων
διδύμων
τῶν διδύμων
      δοτική τοῖς διδύμοις ταῖς διδύμαις
διδύμοις
τοῖς διδύμοις
    αιτιατική τοὺς διδύμους τὰς διδύμᾱς
διδύμους
τὰ δίδυμ
     κλητική ! δίδυμοι δίδυμαι
δίδυμοι
δίδυμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διδύμω τὼ διδύμ
διδύμω
τὼ διδύμω
      γεν-δοτ τοῖν διδύμοιν τοῖν διδύμαιν
διδύμοιν
τοῖν διδύμοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίδυμος < (δίς) δί- + -δυ + -μος (εκφραστικός αναδιπλασιασμός του δύο)

  Επίθετο

επεξεργασία

δίδυμος, -η, -ον & -ος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία