πεντάδυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεντάδυμος, -η, -ο
- που έχει γεννηθεί με άλλα πέντε αδέλφια από την ίδια εγκυμοσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεντάδυμος αρσενικό (θηλυκό πεντάδυμη)
- ένα από τα πεντάδυμα αδέλφια
Συγγενικά
επεξεργασία- δίδυμος / δίδυμα
- τρίδυμος / τρίδυμα
- τετράδυμος τετράδυμα
- πεντάδυμος / πεντάδυμα
- εξάδυμος / εξάδυμα
- επτάδυμος / επτάδυμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεντάδυμος
|