↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επτάδυμος η επτάδυμη το επτάδυμο
      γενική του επτάδυμου της επτάδυμης του επτάδυμου
    αιτιατική τον επτάδυμο την επτάδυμη το επτάδυμο
     κλητική επτάδυμε επτάδυμη επτάδυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επτάδυμοι οι επτάδυμες τα επτάδυμα
      γενική των επτάδυμων των επτάδυμων των επτάδυμων
    αιτιατική τους επτάδυμους τις επτάδυμες τα επτάδυμα
     κλητική επτάδυμοι επτάδυμες επτάδυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επτάδυμος < επτά- + -δυμος

  Επίθετο

επεξεργασία

επτάδυμος, -η, -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επτάδυμος αρσενικό (θηλυκό επτάδυμη)

  • ένα από τα επτάδυμα αδέλφια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία