τετράδυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατετράδυμος, -η, -ο
- που έχει γεννηθεί με άλλα τρία αδέλφια από την ίδια εγκυμοσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίατετράδυμος αρσενικό (θηλυκό τετράδυμη)
- ένα από τα τετράδυμα αδέλφια
Συγγενικά
επεξεργασία- δίδυμος / δίδυμα
- τρίδυμος / τρίδυμα
- τετράδυμος τετράδυμα
- πεντάδυμος / πεντάδυμα
- εξάδυμος / εξάδυμα
- επτάδυμος / επτάδυμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετράδυμος