τετράδυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τετράδυμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τετράδυμος
Συγγενικά επεξεργασία
- δίδυμος / δίδυμα
- τρίδυμος / τρίδυμα
- τετράδυμος τετράδυμα
- πεντάδυμος / πεντάδυμα
- εξάδυμος / εξάδυμα
- επτάδυμος / επτάδυμα