γέμελος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γέμελος | η | γέμελη | το | γέμελο |
γενική | του | γέμελου | της | γέμελης | του | γέμελου |
αιτιατική | τον | γέμελο | τη | γέμελη | το | γέμελο |
κλητική | γέμελε | γέμελη | γέμελο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γέμελοι | οι | γέμελες | τα | γέμελα |
γενική | των | γέμελων | των | γέμελων | των | γέμελων |
αιτιατική | τους | γέμελους | τις | γέμελες | τα | γέμελα |
κλητική | γέμελοι | γέμελες | γέμελα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝe.me.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐με‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαγέμελος, -η, -ο