μπινιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μπινιάρης | η | μπινιάρα | το | μπινιάρικο |
γενική | του | μπινιάρη | της | μπινιάρας | του | μπινιάρικου |
αιτιατική | τον | μπινιάρη | την | μπινιάρα | το | μπινιάρικο |
κλητική | μπινιάρη | μπινιάρα | μπινιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μπινιάρηδες | οι | μπινιάρες | τα | μπινιάρικα |
γενική | των | μπινιάρηδων | — | των | μπινιάρικων | |
αιτιατική | τους | μπινιάρηδες | τις | μπινιάρες | τα | μπινιάρικα |
κλητική | μπινιάρηδες | μπινιάρες | μπινιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπινιάρης < (άμεσο δάνειο) αλβανική < λατινική binarius < binnus < bis + -inus < duis < duo < πρωτοϊταλική *duō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dwóh₁
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /biˈɲa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐νιά‐ρης]
Επίθετο
επεξεργασίαμπινιάρης, -α, -ικο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Μπινιάρης (επώνυμο)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 71. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-10-20. Πρβ. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 21.
- ↑ Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄, τυπ. Π. Α. Πετράκος, Αθήνα, 1909 [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπινιάρης
|