Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίδυμη θηλυκό του δίδυμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίδυμη θηλυκό

→ δείτε τη λέξη δίδυμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία