δίδυμοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δίδυμοι < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου δίδυμος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίδυμοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- δύο δίδυμοι αδελφοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδίδυμοι
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δίδυμος