κυοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυοφορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυοφορῶ, συνηρημένος τύπος του κυοφορέω (→ δείτε κύος < κύω + -φορώ (φέρω)[1] → δείτε τις λέξεις κυοφορέω και grc
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.o.foˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ο‐φο‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίακυοφορώ, αόρ.: κυοφόρησα, παθ.φωνή: κυοφορούμαι, μτχ.π.ε.: κυοφορούμενος, π.αόρ.: κυοφορήθηκα, μτχ.π.π.: κυοφορημένος[2]
- φέρω στη μήτρα μου έμβρυο, είμαι έγκυος (για γυναίκες και θηλυκά ζώα)
- ↪ Η γυναίκα κυοφορεί κατά την αναπαραγωγική ηλικία.
- (μεταφορικά) θα δημιουργήσω κάτι σημαντικό, θετικό ή αρνητικό, όπου νά' ναι θα γεννηθεί κάτι καινούργιο
- ↪ Κυοφορείται νέο κόμμα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυοφορώ | κυοφορούσα | θα κυοφορώ | να κυοφορώ | κυοφορώντας | |
β' ενικ. | κυοφορείς | κυοφορούσες | θα κυοφορείς | να κυοφορείς | ||
γ' ενικ. | κυοφορεί | κυοφορούσε | θα κυοφορεί | να κυοφορεί | ||
α' πληθ. | κυοφορούμε | κυοφορούσαμε | θα κυοφορούμε | να κυοφορούμε | ||
β' πληθ. | κυοφορείτε | κυοφορούσατε | θα κυοφορείτε | να κυοφορείτε | κυοφορείτε | |
γ' πληθ. | κυοφορούν(ε) | κυοφορούσαν(ε) | θα κυοφορούν(ε) | να κυοφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυοφόρησα | θα κυοφορήσω | να κυοφορήσω | κυοφορήσει | ||
β' ενικ. | κυοφόρησες | θα κυοφορήσεις | να κυοφορήσεις | κυοφόρησε | ||
γ' ενικ. | κυοφόρησε | θα κυοφορήσει | να κυοφορήσει | |||
α' πληθ. | κυοφορήσαμε | θα κυοφορήσουμε | να κυοφορήσουμε | |||
β' πληθ. | κυοφορήσατε | θα κυοφορήσετε | να κυοφορήσετε | κυοφορήστε | ||
γ' πληθ. | κυοφόρησαν κυοφορήσαν(ε) |
θα κυοφορήσουν(ε) | να κυοφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυοφορήσει | είχα κυοφορήσει | θα έχω κυοφορήσει | να έχω κυοφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυοφορήσει | είχες κυοφορήσει | θα έχεις κυοφορήσει | να έχεις κυοφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυοφορήσει | είχε κυοφορήσει | θα έχει κυοφορήσει | να έχει κυοφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυοφορήσει | είχαμε κυοφορήσει | θα έχουμε κυοφορήσει | να έχουμε κυοφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυοφορήσει | είχατε κυοφορήσει | θα έχετε κυοφορήσει | να έχετε κυοφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυοφορήσει | είχαν κυοφορήσει | θα έχουν κυοφορήσει | να έχουν κυοφορήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυοφορούμαι | κυοφορούμουν | θα κυοφορούμαι | να κυοφορούμαι | κυοφορούμενος | |
β' ενικ. | κυοφορείσαι | κυοφορούσουν | θα κυοφορείσαι | να κυοφορείσαι | ||
γ' ενικ. | κυοφορείται | κυοφορούνταν | θα κυοφορείται | να κυοφορείται | ||
α' πληθ. | κυοφορούμαστε | κυοφορούμασταν κυοφορούμαστε |
θα κυοφορούμαστε | να κυοφορούμαστε | ||
β' πληθ. | κυοφορείστε | κυοφορούσασταν κυοφορούσαστε |
θα κυοφορείστε | να κυοφορείστε | κυοφορείστε | |
γ' πληθ. | κυοφορούνται | κυοφορούνταν | θα κυοφορούνται | να κυοφορούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυοφορήθηκα | θα κυοφορηθώ | να κυοφορηθώ | κυοφορηθεί | ||
β' ενικ. | κυοφορήθηκες | θα κυοφορηθείς | να κυοφορηθείς | κυοφορήσου | ||
γ' ενικ. | κυοφορήθηκε | θα κυοφορηθεί | να κυοφορηθεί | |||
α' πληθ. | κυοφορηθήκαμε | θα κυοφορηθούμε | να κυοφορηθούμε | |||
β' πληθ. | κυοφορηθήκατε | θα κυοφορηθείτε | να κυοφορηθείτε | κυοφορηθείτε | ||
γ' πληθ. | κυοφορήθηκαν κυοφορηθήκαν(ε) |
θα κυοφορηθούν(ε) | να κυοφορηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυοφορηθεί | είχα κυοφορηθεί | θα έχω κυοφορηθεί | να έχω κυοφορηθεί | κυοφορημένος | |
β' ενικ. | έχεις κυοφορηθεί | είχες κυοφορηθεί | θα έχεις κυοφορηθεί | να έχεις κυοφορηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυοφορηθεί | είχε κυοφορηθεί | θα έχει κυοφορηθεί | να έχει κυοφορηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυοφορηθεί | είχαμε κυοφορηθεί | θα έχουμε κυοφορηθεί | να έχουμε κυοφορηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυοφορηθεί | είχατε κυοφορηθεί | θα έχετε κυοφορηθεί | να έχετε κυοφορηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυοφορηθεί | είχαν κυοφορηθεί | θα έχουν κυοφορηθεί | να έχουν κυοφορηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ και κυοφορημένος - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Πηγές
επεξεργασία- κυοφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κυοφορώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)