Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυοφορημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κυοφορημέν
ος
η
κυοφορημέν
η
το
κυοφορημέν
ο
γενική
του
κυοφορημέν
ου
της
κυοφορημέν
ης
του
κυοφορημέν
ου
αιτιατική
τον
κυοφορημέν
ο
την
κυοφορημέν
η
το
κυοφορημέν
ο
κλητική
κυοφορημέν
ε
κυοφορημέν
η
κυοφορημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κυοφορημέν
οι
οι
κυοφορημέν
ες
τα
κυοφορημέν
α
γενική
των
κυοφορημέν
ων
των
κυοφορημέν
ων
των
κυοφορημέν
ων
αιτιατική
τους
κυοφορημέν
ους
τις
κυοφορημέν
ες
τα
κυοφορημέν
α
κλητική
κυοφορημέν
οι
κυοφορημέν
ες
κυοφορημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυοφορημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κυοφορώ
Μετοχή
επεξεργασία
κυοφορημένος, -η, -ο
που έχει
κυοφορηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυοφορημένος