Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυοφορημένος η κυοφορημένη το κυοφορημένο
      γενική του κυοφορημένου της κυοφορημένης του κυοφορημένου
    αιτιατική τον κυοφορημένο την κυοφορημένη το κυοφορημένο
     κλητική κυοφορημένε κυοφορημένη κυοφορημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυοφορημένοι οι κυοφορημένες τα κυοφορημένα
      γενική των κυοφορημένων των κυοφορημένων των κυοφορημένων
    αιτιατική τους κυοφορημένους τις κυοφορημένες τα κυοφορημένα
     κλητική κυοφορημένοι κυοφορημένες κυοφορημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυοφορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυοφορώ

  Μετοχή επεξεργασία

κυοφορημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία