κυοφόρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυοφόρηση | οι | κυοφορήσεις |
γενική | της | κυοφόρησης* | των | κυοφορήσεων |
αιτιατική | την | κυοφόρηση | τις | κυοφορήσεις |
κλητική | κυοφόρηση | κυοφορήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυοφορήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυοφόρηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυοφόρηση
|