↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακυοφόρητος η ακυοφόρητη το ακυοφόρητο
      γενική του ακυοφόρητου της ακυοφόρητης του ακυοφόρητου
    αιτιατική τον ακυοφόρητο την ακυοφόρητη το ακυοφόρητο
     κλητική ακυοφόρητε ακυοφόρητη ακυοφόρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακυοφόρητοι οι ακυοφόρητες τα ακυοφόρητα
      γενική των ακυοφόρητων των ακυοφόρητων των ακυοφόρητων
    αιτιατική τους ακυοφόρητους τις ακυοφόρητες τα ακυοφόρητα
     κλητική ακυοφόρητοι ακυοφόρητες ακυοφόρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακυοφόρητος < (στερητικό) α- + (κυοφορώ) κυοφορη- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ci.oˈfo.ɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κυ‐ο‐φό‐ρη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακυοφόρητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει κυοφορηθεί (συχνά, για ωάρια, έμβρυα)
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει γίνει αντικείμενο επεξεργασίας ως σχέδιο δράσης, που δεν προετοιμάστηκε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία