τζυμπραγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζυμπραγός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατζυμπραγός, -ή, -ό
- (κρητικά) δίδυμος
- ※ Η ποίηση ʼναι τζυμπραγή στο κρητικό λογάρι σʼ ετούτανά τα τζυμπραγά τα ξόμπλια έχου ντα θάρρη (Κωστής Λαγουδιανάκης, 2ο μέρος Αποσπερίδες και βαϊζα, Εφημερίδα Πατρίς, 16/09/2006 [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Τζυμπραγός (σπάνιο, συνήθως ως παρατσούκλι)
- Τζιμπραγός (επώνυμο)
Πηγές
επεξεργασία- Νίκος Σαραντάκος, Γέμελοι και μπινιάρηδες, sarantakos.wordpress.com, 15 Φεβρουαρίου 2016 [2]