ἀδελφιδέος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰδελφιδεο- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀδελφιδέος > ἀδελφιδοῦς | οἱ | ἀδελφιδέοι > ἀδελφιδοῖ | |
γενική | τοῦ | ἀδελφιδέου > ἀδελφιδοῦ | τῶν | ἀδελφιδέων > ἀδελφιδῶν | |
δοτική | τῷ | ἀδελφιδέῳ > ἀδελφιδῷ | τοῖς | ἀδελφιδέοις > ἀδελφιδοῖς | |
αιτιατική | τὸν | ἀδελφιδέον > ἀδελφιδοῦν | τοὺς | ἀδελφιδέους > ἀδελφιδοῦς | |
κλητική ὦ! | ἀδελφιδέε > ἀδελφιδοῦ | ἀδελφιδέοι > ἀδελφιδοῖ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδελφιδέω > ἀδελφιδώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδελφιδέοιν > ἀδελφιδοῖν | |||
Δείτε και ἀδελφιδεός, ἀδελφιδοῦς. | |||||
2η κλίση, ομάδα 'θυγατριδέος θυγατριδοῦς', Κατηγορία 'θυγατριδέος' όπως «θυγατριδέος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀδελφιδέος < ἀδελφός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀδελφιδέος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ἀδελφός
Πηγές επεξεργασία
- ἀδελφιδέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.