Δείτε επίσης: ἀδελφιδής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀδελφιδεα-
ονομαστική ἀδελφιδ αἱ ἀδελφιδαῖ
      γενική τῆς ἀδελφιδῆς τῶν ἀδελφιδῶν
      δοτική τῇ ἀδελφιδ ταῖς ἀδελφιδαῖς
    αιτιατική τὴν ἀδελφιδῆν τὰς ἀδελφιδᾶς
     κλητική ! ἀδελφιδ ἀδελφιδαῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδελφιδ
γεν-δοτ τοῖν  ἀδελφιδαῖν
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδελφιδῆ, με συνηρημένο τύπος κατάληξης -έη < θηλυκό του ἀδελφιδοῦς, συνηρημένου τύπου του ἀδελφιδέος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀδελφιδῆ θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία