ανηψιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανηψιά | οι | ανηψιές |
γενική | της | ανηψιάς | των | ανηψιών |
αιτιατική | την | ανηψιά | τις | ανηψιές |
κλητική | ανηψιά | ανηψιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανηψιά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ανιψιά