ξάδερφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξάδερφος | οι | ξάδερφοι |
γενική | του | ξαδέρφου & ξάδερφου |
των | ξαδέρφων |
αιτιατική | τον | ξάδερφο | τους | ξαδέρφους & ξάδερφους |
κλητική | ξάδερφε | ξάδερφοι | ||
Δείτε και την κλίση του θηλυκού ξαδέρφη. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξάδερφος < εξάδελφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξάδερφος αρσενικό, ξαδέρφη θηλυκό
- (οικογένεια) ο γιος του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
- δεύτερος ξάδερφος: ο γιος του εξάδελφου ή της εξαδέλφης ενός από τους γονείς μου