ενικός         πληθυντικός  
cousin cousins

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cousin < παλαιά γαλλική cosin < λατινική consobrinus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cousin (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cousin cousins
θηλυκό cousine cousines

cousin (fr)

  1. o ξάδερφος, ο ξάδελφος
  2. (έντομο) (αρσενικό) είδος μεγάλου κουνουπιού

Συγγενικά

επεξεργασία