cousin
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cousin < παλαιά γαλλική cosin < λατινική consobrinus
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cousin (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cousin | cousins |
θηλυκό | cousine | cousines |
cousin (fr)
- ξάδερφος
- (έντομο) (αρσενικό) είδος μεγάλου κουνουπιού