Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cousiner < cousin

  Ρήμα επεξεργασία

cousiner (fr)

  1. (αμετάβατο) είμαι οικείος με κάποιον
  2. συμφιλιώνομαι, βρίσκω κοινά στοιχεία με κάτι