συμφιλιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυμφιλιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος συμφιλιώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμφιλιώνομαι | συμφιλιωνόμουν(α) | θα συμφιλιώνομαι | να συμφιλιώνομαι | ||
β' ενικ. | συμφιλιώνεσαι | συμφιλιωνόσουν(α) | θα συμφιλιώνεσαι | να συμφιλιώνεσαι | (συμφιλιώνου) | |
γ' ενικ. | συμφιλιώνεται | συμφιλιωνόταν(ε) | θα συμφιλιώνεται | να συμφιλιώνεται | ||
α' πληθ. | συμφιλιωνόμαστε | συμφιλιωνόμαστε συμφιλιωνόμασταν |
θα συμφιλιωνόμαστε | να συμφιλιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | συμφιλιώνεστε | συμφιλιωνόσαστε συμφιλιωνόσασταν |
θα συμφιλιώνεστε | να συμφιλιώνεστε | (συμφιλιώνεστε) | |
γ' πληθ. | συμφιλιώνονται | συμφιλιώνονταν συμφιλιωνόντουσαν |
θα συμφιλιώνονται | να συμφιλιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμφιλιώθηκα | θα συμφιλιωθώ | να συμφιλιωθώ | συμφιλιωθεί | ||
β' ενικ. | συμφιλιώθηκες | θα συμφιλιωθείς | να συμφιλιωθείς | συμφιλιώσου | ||
γ' ενικ. | συμφιλιώθηκε | θα συμφιλιωθεί | να συμφιλιωθεί | |||
α' πληθ. | συμφιλιωθήκαμε | θα συμφιλιωθούμε | να συμφιλιωθούμε | |||
β' πληθ. | συμφιλιωθήκατε | θα συμφιλιωθείτε | να συμφιλιωθείτε | συμφιλιωθείτε | ||
γ' πληθ. | συμφιλιώθηκαν συμφιλιωθήκαν(ε) |
θα συμφιλιωθούν(ε) | να συμφιλιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμφιλιωθεί | είχα συμφιλιωθεί | θα έχω συμφιλιωθεί | να έχω συμφιλιωθεί | συμφιλιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις συμφιλιωθεί | είχες συμφιλιωθεί | θα έχεις συμφιλιωθεί | να έχεις συμφιλιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμφιλιωθεί | είχε συμφιλιωθεί | θα έχει συμφιλιωθεί | να έχει συμφιλιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμφιλιωθεί | είχαμε συμφιλιωθεί | θα έχουμε συμφιλιωθεί | να έχουμε συμφιλιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμφιλιωθεί | είχατε συμφιλιωθεί | θα έχετε συμφιλιωθεί | να έχετε συμφιλιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμφιλιωθεί | είχαν συμφιλιωθεί | θα έχουν συμφιλιωθεί | να έχουν συμφιλιωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμφιλιώνομαι
|