συμφιλιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφιλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμφιλιώνω
Μετοχή
επεξεργασίασυμφιλιωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συμφιλιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμφιλιωμένος
|
συμφιλιωμένος, -η, -ο
|