↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφιλιωμένος η συμφιλιωμένη το συμφιλιωμένο
      γενική του συμφιλιωμένου της συμφιλιωμένης του συμφιλιωμένου
    αιτιατική τον συμφιλιωμένο τη συμφιλιωμένη το συμφιλιωμένο
     κλητική συμφιλιωμένε συμφιλιωμένη συμφιλιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφιλιωμένοι οι συμφιλιωμένες τα συμφιλιωμένα
      γενική των συμφιλιωμένων των συμφιλιωμένων των συμφιλιωμένων
    αιτιατική τους συμφιλιωμένους τις συμφιλιωμένες τα συμφιλιωμένα
     κλητική συμφιλιωμένοι συμφιλιωμένες συμφιλιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφιλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμφιλιώνω

συμφιλιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία