Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cousinage < cousin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cousinage cousinages

cousinage (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η συγγένεια μεταξύ ξαδερφιών
  2. (οικείο) το σύνολο των συγγενών