cousinage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cousinage < cousin
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cousinage | cousinages |
cousinage (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η συγγένεια μεταξύ ξαδερφιών
- (οικείο) το σύνολο των συγγενών
ενικός | πληθυντικός |
cousinage | cousinages |
cousinage (fr) αρσενικό