ξαδέρφη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαδέρφη | οι | ξαδέρφες |
γενική | της | ξαδέρφης | των | — & ξαδερφάδων |
αιτιατική | την | ξαδέρφη | τις | ξαδέρφες & ξαδερφάδες |
κλητική | ξαδέρφη | & ξαδερφάδες | ||
Ο δεύτερος πληθυντικός,λαϊκότροπος. | ||||
όπως «νύφη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksaˈðeɾ.fi/
- ομόηχο: ξαδέρφι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξαδέρφη θηλυκό
- (οικογένεια) η κόρη του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «ξάδερφος, ξαδέρφη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.