ξαδέλφη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαδέλφη | οι | ξαδέλφες |
γενική | της | ξαδέλφης | των | ξαδελφών |
αιτιατική | την | ξαδέλφη | τις | ξαδέλφες |
κλητική | ξαδέλφη | ξαδέλφες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαδέλφη < θηλυκό του εξάδελφος με αφαίρεση του αρχικού φωνήεντος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksaˈðel.fi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαδέλφη θηλυκό
- (οικογένεια) άλλη μορφή του ξαδέρφη