ξαδέλφη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαδέλφη | οι | ξαδέλφες |
γενική | της | ξαδέλφης | των | ξαδελφών |
αιτιατική | την | ξαδέλφη | τις | ξαδέλφες |
κλητική | ξαδέλφη | ξαδέλφες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξαδέλφη < θηλυκό του εξάδελφος με αφαίρεση του αρχικού φωνήεντος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksaˈðel.fi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξαδέλφη θηλυκό
- (οικογένεια) άλλη μορφή του ξαδέρφη
- ※ Του είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία για την εποχή που πήγαιναν οικογενειακώς στη Δροσιά για πεϊνιρλί, μαζί με τον θείο Δημήτρη, τη θεία Κατερίνα και τις ξαδέλφες του, τη Σόνια και την Τατιάνα. Πως μοσχοβολούσε το λιωμένο βούτυρο! (Χίλντα Παπαδημητρίου, Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς, εκδ. Μεταίχμιο, 2013)