↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξαδέλφη οι ξαδέλφες
      γενική της ξαδέλφης των ξαδελφών
    αιτιατική την ξαδέλφη τις ξαδέλφες
     κλητική ξαδέλφη ξαδέλφες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαδέλφη < θηλυκό του εξάδελφος με αφαίρεση του αρχικού φωνήεντος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksaˈðel.fi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξαδέλφη θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία