νοσταλγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσταλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nostalgie < αρχαία ελληνική νόστος (=επιστροφή) + ἄλγος (=πόνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοσταλγία θηλυκό
- ο ψυχικός πόνος και τα πικρά συναισθήματα που προκαλούνται από την λαχτάρα του γυρισμού στην πατρίδα, σε κάποιον αγαπημένο τόπο ή σε ευχάριστες καταστάσεις που ζήσαμε στο παρελθόν
- το να θυμάμαι κάτι από το παρελθόν που μου άρεσε
- ※ Του είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία για την εποχή που πήγαιναν οικογενειακώς στη Δροσιά για πεϊνιρλί, μαζί με τον θείο Δημήτρη, τη θεία Κατερίνα και τις ξαδέλφες του, τη Σόνια και την Τατιάνα. Πως μοσχοβολούσε το λιωμένο βούτυρο! (Χίλντα Παπαδημητρίου, Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς, εκδ. Μεταίχμιο, 2013)
Συγγενικά
επεξεργασία- νοσταλγικά
- νοσταλγικός
- νοσταλγός
- νοσταλγώ
- → δείτε τη λέξη νόστιμος
- → δείτε τις λέξεις νόστος και άλγος