νοσταλγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοσταλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nostalgie < αρχαία ελληνική νόστος (=επιστροφή) + ἄλγος (=πόνος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοσταλγία θηλυκό
- ο ψυχικός πόνος και τα γλυκόπικρα συναισθήματα που προκαλούνται από την ανικανοποίητη εισέτι λαχτάρα του γυρισμού στην πατρίδα, σε κάποιον αγαπημένο τόπο ή σε ευχάριστες καταστάσεις που ζήσαμε στην παιδική ηλικία
- το να θυμάμαι κάτι από το παρελθόν που μου άρεσε
Συγγενικά επεξεργασία
- νοσταλγικά
- νοσταλγικός
- νοσταλγός
- νοσταλγώ
- → δείτε τη λέξη νόστιμος
- → δείτε τις λέξεις νόστος και άλγος