Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νόστος οι νόστοι
      γενική του νόστου των νόστων
    αιτιατική τον νόστο τους νόστους
     κλητική νόστε νόστοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νόστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόστος[1] < νέομαι (έρχομαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈno.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νό‐στος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νόστος αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νόστος οἱ νόστοι
      γενική τοῦ νόστου τῶν νόστων
      δοτική τῷ νόστ τοῖς νόστοις
    αιτιατική τὸν νόστον τοὺς νόστους
     κλητική ! νόστε νόστοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νόστω
γεν-δοτ τοῖν  νόστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νόστος < νέομαι < νέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νόστος αρσενικό

  1. (γενικότερα) ταξίδι
  2. (ειδικότερα) επιστροφή στο σπίτι ή στην πατρίδα

  Πηγές επεξεργασία