νόστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νόστος | οι | νόστοι |
γενική | του | νόστου | των | νόστων |
αιτιατική | τον | νόστο | τους | νόστους |
κλητική | νόστε | νόστοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νόστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόστος[1] < νέομαι (έρχομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈno.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐στος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανόστος αρσενικό
- η επιστροφή στην πατρίδα, επαναπατρισμός
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ νόστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νόστος | οἱ | νόστοι |
γενική | τοῦ | νόστου | τῶν | νόστων |
δοτική | τῷ | νόστῳ | τοῖς | νόστοις |
αιτιατική | τὸν | νόστον | τοὺς | νόστους |
κλητική ὦ! | νόστε | νόστοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νόστω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νόστοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανόστος αρσενικό
- (γενικότερα) ταξίδι
- (ειδικότερα) επιστροφή στο σπίτι ή στην πατρίδα
Πηγές
επεξεργασία- νόστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νόστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.