επαναπατρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναπατρισμός < επαναπατρίζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαναπατρισμός αρσενικό
- ο επαναπατρισμός των μεταναστών κατά τη διάρκεια των διακοπών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναπατρισμός