Ετυμολογία

επεξεργασία
επαναπατρίζομαι < επί + ανά + πατρίς

επαναπατρίζομαι

ο ασθενής θα επαναπατρισθεί με ειδικό αεροπλάνο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία