Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναπατρίζομαι < επί + ανά + πατρίς

  Ρήμα επεξεργασία

επαναπατρίζομαι

ο ασθενής θα επαναπατρισθεί με ειδικό αεροπλάνο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία