Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπατρίζομαι < εκ- + πατρίς + ίζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική s’expatrier)

εκπατρίζομαι

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία