εκπατρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπατρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπατρίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
εκπατρισμένος -η -ο
- που έχει εκπατριστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπατρισμένος
|
εκπατρισμένος -η -ο
|