Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπατρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκπατρισμέν
ος
η
εκπατρισμέν
η
το
εκπατρισμέν
ο
γενική
του
εκπατρισμέν
ου
της
εκπατρισμέν
ης
του
εκπατρισμέν
ου
αιτιατική
τον
εκπατρισμέν
ο
την
εκπατρισμέν
η
το
εκπατρισμέν
ο
κλητική
εκπατρισμέν
ε
εκπατρισμέν
η
εκπατρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκπατρισμέν
οι
οι
εκπατρισμέν
ες
τα
εκπατρισμέν
α
γενική
των
εκπατρισμέν
ων
των
εκπατρισμέν
ων
των
εκπατρισμέν
ων
αιτιατική
τους
εκπατρισμέν
ους
τις
εκπατρισμέν
ες
τα
εκπατρισμέν
α
κλητική
εκπατρισμέν
οι
εκπατρισμέν
ες
εκπατρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκπατρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκπατρίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εκπατρισμένος
-η -ο
που έχει
εκπατριστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπατρισμένος