↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπατρισμένος η εκπατρισμένη το εκπατρισμένο
      γενική του εκπατρισμένου της εκπατρισμένης του εκπατρισμένου
    αιτιατική τον εκπατρισμένο την εκπατρισμένη το εκπατρισμένο
     κλητική εκπατρισμένε εκπατρισμένη εκπατρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπατρισμένοι οι εκπατρισμένες τα εκπατρισμένα
      γενική των εκπατρισμένων των εκπατρισμένων των εκπατρισμένων
    αιτιατική τους εκπατρισμένους τις εκπατρισμένες τα εκπατρισμένα
     κλητική εκπατρισμένοι εκπατρισμένες εκπατρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπατρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπατρίζομαι

εκπατρισμένος -η -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία