επαναπατρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπαναπατρίζω
- στέλνω κάτι στην πατρίδα μου
- οι μετανάστες επαναπατρίζουν τις οικονομίες τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναπατρίζω | επαναπάτριζα | θα επαναπατρίζω | να επαναπατρίζω | επαναπατρίζοντας | |
β' ενικ. | επαναπατρίζεις | επαναπάτριζες | θα επαναπατρίζεις | να επαναπατρίζεις | επαναπάτριζε | |
γ' ενικ. | επαναπατρίζει | επαναπάτριζε | θα επαναπατρίζει | να επαναπατρίζει | ||
α' πληθ. | επαναπατρίζουμε | επαναπατρίζαμε | θα επαναπατρίζουμε | να επαναπατρίζουμε | ||
β' πληθ. | επαναπατρίζετε | επαναπατρίζατε | θα επαναπατρίζετε | να επαναπατρίζετε | επαναπατρίζετε | |
γ' πληθ. | επαναπατρίζουν(ε) | επαναπάτριζαν επαναπατρίζαν(ε) |
θα επαναπατρίζουν(ε) | να επαναπατρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναπάτρισα | θα επαναπατρίσω | να επαναπατρίσω | επαναπατρίσει | ||
β' ενικ. | επαναπάτρισες | θα επαναπατρίσεις | να επαναπατρίσεις | επαναπάτρισε | ||
γ' ενικ. | επαναπάτρισε | θα επαναπατρίσει | να επαναπατρίσει | |||
α' πληθ. | επαναπατρίσαμε | θα επαναπατρίσουμε | να επαναπατρίσουμε | |||
β' πληθ. | επαναπατρίσατε | θα επαναπατρίσετε | να επαναπατρίσετε | επαναπατρίστε | ||
γ' πληθ. | επαναπάτρισαν επαναπατρίσαν(ε) |
θα επαναπατρίσουν(ε) | να επαναπατρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαναπατρίσει | είχα επαναπατρίσει | θα έχω επαναπατρίσει | να έχω επαναπατρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επαναπατρίσει | είχες επαναπατρίσει | θα έχεις επαναπατρίσει | να έχεις επαναπατρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επαναπατρίσει | είχε επαναπατρίσει | θα έχει επαναπατρίσει | να έχει επαναπατρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναπατρίσει | είχαμε επαναπατρίσει | θα έχουμε επαναπατρίσει | να έχουμε επαναπατρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επαναπατρίσει | είχατε επαναπατρίσει | θα έχετε επαναπατρίσει | να έχετε επαναπατρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναπατρίσει | είχαν επαναπατρίσει | θα έχουν επαναπατρίσει | να έχουν επαναπατρίσει |
|