Ετυμολογία

επεξεργασία
επαναπατρίζω < επί + ανά + πατρίς

επαναπατρίζω

οι μετανάστες επαναπατρίζουν τις οικονομίες τους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία