στέλνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στέλνω < μεσαιωνική ελληνική στέλνω < αρχαία ελληνική στέλλω < πρωτοελληνική *stéľľō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stel- (θέτω, βάζω)
Ρήμα
επεξεργασίαστέλνω (παθητική φωνή: στέλνομαι)
- ενεργώ ώστε να μεταφερθεί σε κάποιο πρόσωπο ή τόπο ένα πράγμα
- ενεργώ ώστε να πάει κάποιος σ’ ένα μέρος
- (λαϊκότροπο) καταπλήσσω
- (λαϊκότροπο) οδηγώ σε θάνατο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποστέλνω
- διαολοστέλνω
- ξαποστέλνω
- → δείτε τη λέξη στέλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στέλνω | έστελνα | θα στέλνω | να στέλνω | στέλνοντας | |
β' ενικ. | στέλνεις | έστελνες | θα στέλνεις | να στέλνεις | στέλνε | |
γ' ενικ. | στέλνει | έστελνε | θα στέλνει | να στέλνει | ||
α' πληθ. | στέλνουμε | στέλναμε | θα στέλνουμε | να στέλνουμε | ||
β' πληθ. | στέλνετε | στέλνατε | θα στέλνετε | να στέλνετε | στέλνετε | |
γ' πληθ. | στέλνουν(ε) | έστελναν στέλναν(ε) |
θα στέλνουν(ε) | να στέλνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έστειλα | θα στείλω | να στείλω | στείλει | ||
β' ενικ. | έστειλες | θα στείλεις | να στείλεις | στείλε | ||
γ' ενικ. | έστειλε | θα στείλει | να στείλει | |||
α' πληθ. | στείλαμε | θα στείλουμε | να στείλουμε | |||
β' πληθ. | στείλατε | θα στείλετε | να στείλετε | στείλτε | ||
γ' πληθ. | έστειλαν στείλαν(ε) |
θα στείλουν(ε) | να στείλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στείλει | είχα στείλει | θα έχω στείλει | να έχω στείλει | ||
β' ενικ. | έχεις στείλει | είχες στείλει | θα έχεις στείλει | να έχεις στείλει | έχε σταλμένο | |
γ' ενικ. | έχει στείλει | είχε στείλει | θα έχει στείλει | να έχει στείλει | ||
α' πληθ. | έχουμε στείλει | είχαμε στείλει | θα έχουμε στείλει | να έχουμε στείλει | ||
β' πληθ. | έχετε στείλει | είχατε στείλει | θα έχετε στείλει | να έχετε στείλει | έχετε σταλμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στείλει | είχαν στείλει | θα έχουν στείλει | να έχουν στείλει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σταλμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σταλμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σταλμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σταλμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία στέλνω
|