send
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | send |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sends |
αόριστος | sent |
παθητική μετοχή | sent |
ενεργητική μετοχή | sending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαsend (en)
- στέλνω, κάνω κάτι να πάει σε ένα μέρος, ειδικά μέσω ταχυδρομείου, email, ραδιοφώνου κτλ.
- ⮡ I send someone a letter/some money.
- Στέλνω σε κάποιον ένα γράμμα/λίγα χρήματα.
- ⮡ The document should have been sent by the following Monday at the latest!
- Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!
- ⮡ Send it to me in a bit.
- Στείλ' το μου σε λίγο.
- ⮡ I send someone a letter/some money.
- στέλνω, λέω σε κάποιον να πάει κάπου ή να κάνει κάτι
- ⮡ I am sending the kids off to school.
- Στέλνω τα παιδιά στο σχολείο.
- ⮡ I am sending the kids off to school.
- ρίχνω, πετάω, κάνω κάτι ή κάποιον να κινηθεί γρήγορα ή ξαφνικά
- ⮡ The glut of fruit sent prices down.
- Η υπεραφθονία φρούτων έριξε τις τιμές.
- ⮡ The rain sent the temperature down.
- Η βροχή έριξε τη θερμοκρασία.
- ⮡ He sent the plates flying out of the window.
- Πέταξε τα πιάτα έξω από το παράθυρο.
- ⮡ The glut of fruit sent prices down.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- send - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697, 816. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ, στέλνω