ενεστώτας send
γ΄ ενικό ενεστώτα sends
αόριστος sent
παθητική μετοχή sent
ενεργητική μετοχή sending
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

send (en)

  1. στέλνω, κάνω κάτι να πάει σε ένα μέρος, ειδικά μέσω ταχυδρομείου, email, ραδιοφώνου κτλ.
    ⮡  I send someone a letter/some money.
    Στέλνω σε κάποιον ένα γράμμα/λίγα χρήματα.
    ⮡  The document should have been sent by the following Monday at the latest!
    Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!
    ⮡  Send it to me in a bit.
    Στείλ' το μου σε λίγο.
  2. στέλνω, λέω σε κάποιον να πάει κάπου ή να κάνει κάτι
    ⮡  I am sending the kids off to school.
    Στέλνω τα παιδιά στο σχολείο.
  3. ρίχνω, πετάω, κάνω κάτι ή κάποιον να κινηθεί γρήγορα ή ξαφνικά
    ⮡  The glut of fruit sent prices down.
    Η υπεραφθονία φρούτων έριξε τις τιμές.
    ⮡  The rain sent the temperature down.
    Η βροχή έριξε τη θερμοκρασία.
    ⮡  He sent the plates flying out of the window.
    Πέταξε τα πιάτα έξω από το παράθυρο.

Εκφράσεις

επεξεργασία