ξαποστέλνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαποστέλνω < (ελληνιστική κοινή) ἐξαποστέλλω
Ρήμα
επεξεργασίαξαποστέλνω
- απαλλάσσομαι από κάποιο πρόσωπο, αποπέμπω, διώχνω, κατά κανόνα απότομα ή βίαια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξαποστέλνω